μακρύθωρος

μακρύθωρος
-η, -ο
αυτός που έχει οξεία όραση και μπορεί να βλέπει μακριά, οξυδερκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς + -θωρος (< θ. θωρ- τού θωρώ), πρβλ. γλυκό-θωρος, κοντό-θωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”